Ότι μια ομάδα μπορεί να είναι ανταγωνιστική και με παίκτη λιγότερο, το είχε αποδείξει η ίδια η Ομόνοια, στον ημιτελικό του ΓΣΠ.
Η ειδοποιός διαφορά (αποδείχθηκε πως) ήταν η ικανότητα της ΑΕΚ να σκοράρει (και μάλιστα δις) αγωνιζόμενη με αριθμητικό μειονέκτημα.
Και εάν το τέρμα του Φαράζ, σχεδόν αμέσως μετά την αποβολή του Αϊτόρ, ήταν μία φορά ανεπίτρεπτο, το πέναλτι που αξιοποίησε ο Μιλίτσεβιτς για το 2-1 ήταν δέκα φορές ασυγχώρητο.
Στο πιο καθοριστικό παιχνίδι της στη σεζόν η ομάδα του Γιάννη Αναστασίου εμφανίστηκε απροετοίμαστη ή ανίκανη να διαχειριστεί ακόμη και ευνοϊκές για την ίδια καταστάσεις και συνθήκες.
Τι είναι χειρότερο (η απουσία προετοιμασίας ή ικανότητας) είναι στην κρίση του καθενός. Αυτό που αποκρυσταλλώνεται, ωστόσο, είναι η σχεδόν αντανακλαστική δριμεία κριτική στον προπονητή μετά από κάθε αρνητικό αποτέλεσμα.
Ο 52χρονος δεν είναι άμοιρος ευθυνών, τουναντίον του επιμερίζεται ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό κομμάτι τους. Στην περίπτωσή του, ωστόσο, ο κίνδυνος είναι άλλος: στη συνείδηση των περισσοτέρων (ου μην και όλων) έχει καταστεί η προσωποποίηση όλων των στραβών κι ανάποδων για το «τριφύλλι» στη διάρκεια της σεζόν.
Σχεδόν ουδείς θυμάται τους λόγους που οδήγησαν τους «πράσινους» στην αποδέσμευση του Βάλντας Νταμπράουσκας ή τους αντίστοιχους που ο διάδοχός του ουδέποτε εντοπίστηκε και αποκτήθηκε, με αποτέλεσμα ακόμη μια επαλήθευση της ρήσης «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού».
Ο Αναστασίου, που επιστρατεύτηκε (για δεύτερη χρονιά στη σειρά, σημειωτέον) για να βοηθήσει ως υπηρεσιακός, αφέθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και το φίδι από την τρύπα. Και όταν δεν το πέτυχε, μάζεψε όλο το ανάθεμα.
Εάν στην Ομόνοια εκτιμούν ότι όλα τα υπόλοιπα είναι καλώς καμωμένα και ο Αρτινός ήταν η μόνη τροχοπέδη για την επίτευξη των στόχων της ομάδας, τότε οι προϋποθέσεις για μια καλύτερη πορεία την ερχόμενη σεζόν μάλλον δεν είναι ρόδινες.