Για τους ωμά ρεαλιστές η πρόκριση της ΑΕΛ στα ημιτελικά του κυπέλλου ήταν ένα θαύμα που βασιζόταν σε δύο προϋποθέσεις.
Η πρώτη ήταν να «κατεβάσει ρολά» ο Μπράγκα, να πιάσει ακόμη και τα… άπιαστα. Η δεύτερη ήταν να γίνει κάποιο… μαγικό και να σκοράρει μια ομάδα «άσφαιρη» σε πέντε παιχνίδια μέσα στο 2025.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το θαύμα (ουδέποτε ήλθε, τουναντίον) κατέληξε… τραύμα. Η πρόκριση στην επόμενη φάση της διοργάνωσης αποδείχθηκε όνειρο εξίσου απατηλό με το πλασάρισμα στην πρώτη εξάδα του πρωταθλήματος.
«Εκτός στόχων από τον Ιανουάριο» ωρύονται και θλίβονται οι φίλοι της ομάδας. Αδίκως, εν πολλοίς. Η πορεία της ομάδας από τον περασμένο Αύγουστο (όφειλε να) έχει καταδείξει ότι η στόχευση και στους δύο θεσμούς ήταν παντελώς ανεδαφική, ουτοπική.
Εδώ και έξι μήνες έχει αποδειχθεί ότι αυτή η ΑΕΛ φτιάχτηκε στο πόδι. Χωρίς επαγγελματισμό στο σκάουτινγκ και στον μεταγραφικό σχεδιασμό, δίχως σωστή αξιοποίηση των δεδομένα περιορισμένων πόρων, χωρίς προσωπικότητες (εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου) που να βγουν μπροστά στα δύσκολα και να παρασύρουν και τους υπόλοιπους.
Η διαχείριση της κατάστασης που προέκυψε μετά τη «λευκή» ισοπαλία με τη Νέα Σαλαμίνα, το «διαζύγιο» με τον Μαρίνο Σατσιά, το «ναυάγιο» των διαπραγματεύσεων με τον Πάμπο Χριστοδούλου και η «υπηρεσιακή λύση τετραμήνου» με τον Μάριο Νικολάου καθ’ οδόν για το παιχνίδι-«σανίδα σωτηρίας» μιας ολόκληρης χρονιάς είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρει κάποιος για το πώς λειτουργεί και πορεύεται αυτή τη σεζόν ο λεμεσιανός σύλλογος.
Και είναι ακριβώς γι’ αυτό που σύρεται πίσω από τα γεγονότα (αντί να δρομολογεί τις εξελίξεις), που αντιδρά παθητικά σε ό,τι του προκύπτει (αντί να ορίζει τη μοίρα του), ενώ ο κόσμος του θυματοποιεί άκριτα, μαζικά και εναλλάξ παίκτες και προπονητές, «πυροβολεί» κατά των διοικούντων και τρομοκρατείται στην ιδέα ενδεχόμενου υποβιβασμού.
Εν μέσω τόσης και τέτοιας απαξίωσης και αρνητικότητας δεν είναι οξύμωρο πως σχεδόν όλο το ρόστερ αποδίδει κάτω από τις δυνατότητές του (ακόμη κι αν αυτές θεωρούνται περιορισμένες).
Η ΑΕΛ χρειάζεται ένα «ηλεκτροσόκ». Αυτό πλέον το (ανα)γνωρίζουν άπαντες. Ποιος θα (της) το κάνει, είναι το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου ευρώ.