Το παιδικό του δωμάτιο κοσμούσε μια μεγάλη αφίσα του Ντιέγκο Μαραντόνα και είχε πολλές φορές τσακωθεί με τον αδερφό του, Αντριάνο, για το αυτοκολλητάκι Panini του Ντιεγκίτο.
Το υποσυνείδητό του έπαιζε στη γιγαντοοθόνη του μυαλού του το ίδιο όνειρο, σε λούπα. Φορά τη γαλάζια φανέλα με το άσπρο σορτσάκι. Πατάει το ιερό γρασίδι του Σαν Πάολο, σκοράρει ένα καθοριστικό γκολ, όπως εκείνα που έβαζε το ίνδαλμά του, το όνομά του ταξιδεύει από άκρη σ' άκρη στον μεγαλύτερο «ναό» της πόλης.
Μιας πόλης που κάθε τουριστικός οδηγός που σέβεται τον εαυτό του σε προετοιμάζει: Η Νάπολη δεν μοιάζει με τις κομψές πρωτεύουσες του ιταλικού βορρά. Τα ρημαγμένα της κτίρια, οι θορυβώδεις άνθρωποί της και τελικά η ζωντάνια, η λαϊκότητα και η αλήθεια της βρίσκονται σε αυτήν ακριβώς την διαφορετικότητα. Η Νάπολη είναι πληθωρική και ανήσυχη. Σε τρομάζει και σε συνεπαίρνει. Σε υμνεί και σε καταδικάζει και κακιώνει μαζί σου άπαξ και διαπαντός αν αμαρτήσεις εναντίον της.
Στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα που κυλάει παράλληλα με τις υπόλοιπες λειτουργίες της πόλης, αλλά σε πλήρη εναρμόνιση μαζί τους, η υψιστη προδοσία είναι να απορρίψει κανείς το γαλάζιο καμάρι της, για τα ασπρόμαυρα του Βορρά. Αν δεν το γνωρίζει κάποιος αυτό, τότε πάντα πρόθυμοι οι τοίχοι της τού το γνωστοποιούν «φωνάζοντας»: «Juve merda».
Ο γεννημένος στη σκιά του Βεζούβιου Φάμπιο Κουαλιαρέλα ήταν παιδί αυτής της πόλης και η καρδιά δεν είχε χώρο για άλληνα, πέρα από αυτή. Μπορεί να έπρεπε να περιμένει αρκετά για να αγγίξει το όνειρο, όμως το 2009, στα 26 του χρόνια, άφησε την Ουντινέζε πήρε το αγαπημένο του «27» που φόρεσε σε όλη την καριέρα τιμώντας τον παιδικό του φίλο που σκοτώθηκε σε δυστύχημα με μηχανάκι, κι έναντι 18 εκατομμυρίων ευρώ έφτασε επιτέλους στη Γη της Επαγγελίας του. Κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν όμως το ταξίδι μέχρι το όνειρο, που τελικά είχε διάρκεια μόλις ενός έτους.
Ο Ιταλός επιθετικός ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στο Τορίνο και έκανε το ντεμπούτο του με την Γκρανάτα το 2000, μπαίνοντας ως αλλαγή στην εντός έδρας νίκη με 2-1 επί της Πιατσέντζα. Εκείνη τη σεζόν, η Τορίνο βρέθηκε να υποβιβάζεται στη Serie B, κι εκείνος δόθηκε δανεικός στην υπό διάλυση Φιορεντίνα, η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν στη Serie C2. Μετά από 12 παιχνίδια και μόλις ένα γκολ στάλθηκε πίσω στο Τορίνο, για να μεταφερθεί στην Κιέτι, ομάδα της Serie C1.
Στη μοναδική του σεζόν στην Κιέτι, ο κατάφερε να σκοράρει 19 φορές σε 43 παιχνίδια και κέρδισε την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του στη μητρική του ομάδα. Πέρασε τη σεζόν 2004/05 στο Τορίνο, σκοράροντας επτά φορές σε 34 παιχνίδια, καθώς ο σύλλογος κέρδισε την άνοδο στη Serie A.
Παρόλα αυτά θα μετακινούνταν και πάλι. Η Τορίνο χρεοκωπεί, ο Κουαλιαρέλα μένει ελεύθερος. Κάνει ένα πέρασμα από την Άσκολι, τη Σαμπντόρια και την Ουντινέζε. Στην Ουντινέζε φτιάχνει πραγματικά το όνομά του στο πλευρό του Αντόνιο Ντι Νατάλε. Τόσο ώστε να κερδίσει μια θέση στην εθνική Ιταλίας για το Ευρωπαϊκό του 2008. Μετά το τουρνουά, συνεχίζει από εκεί που είχε μείνει, καταφέρνοντας να σκοράρει 21 φορές σε όλες τις διοργανώσεις κάτι που του ανοίγει την πόρτα της Νάπολι.
Η μεταγραφή αυτή δεν ήταν σημαντική μόνο για τον ίδιο. Ο τόπος που γεννήθηκε, στο Καστελαμάρε, λαχταρούσε να τον δει να φοράει τη γαλάζια φανέλα και οι άνθρωποι πιστοί στην κουλτούρα της ρομαντικής αλαφροσύνης ετοίμαζαν μπαρ στην πόλη με το όνομά του.
Μιλώντας στο StabiaChannel το 2009, ο ιδιοκτήτης ενός τοπικού καφέ μπαρ, ο Ρομόλο Ρούσο, περιέγραψε τις αντιδράσεις στον τόπο του Φάμπιο όταν έγινε γνωστή η μεταγραφή του στους «Παρτενοπέι»: «Όταν θα είναι επίσημο, θα κάνουμε ένα μεγάλο πάρτι εδώ στο μπαρ. Και μετά θα κάνουμε τα πάντα για να ανοίξουμε ένα κλαμπ στη Νάπολι με το όνομά του. Αυτό είναι ένα όνειρο, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την οικογένειά του και όλους τους φίλους του που τον είδαν να μεγαλώνει και να ωριμάζει. Όλοι, ειδικά ο ίδιος, είχαν το όνειρο να φορέσουν μια μέρα τη φανέλα της Νάπολι».
Παίκτης των Ατζούρι πλέον σταθερά και αστέρι στο σύλλογο των παιδικών του χρόνων, όλα έμοιαζαν να ξεπηδούν από το μπλοκάκι χουλιγουντιανού σεναριογράφου για τον Κουαλιαρέλα. Εκείνη τη χρονιά έπαιξε βασικό ρόλο στο να βοηθήσει τη Νάπολι να φτάσει στην ευρωπαϊκή πρόκριση, μαζί με τον Έντινσον Καβάνι και τον Εζεκιέλ Λαβέτσι. Το καλοκαίρι, επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ιταλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής, ολοκληρώνοντας άλλη μια παιδική του φιλοδοξία.
Όμως ξαφνικά τα ζωηρά χρώματα στο κάδρο της ζωής του θάμπωσαν. Ο ίδιος έμοιαζε να χάνει το φως του. Αργούσε στην προπόνηση, ήταν φανερά κακοδιάθετος, ευερέθιστος. Δεν μιλά ακόμα κι όταν τον προσέγγιζει με πατρική αγάπη ο Ντε Λαουρέντις. Το τέλος αναπόφευκτο. Έναν χρόνο μετά την ονειρεμένη του μεταγραφή, αποχωρεί για τη Γιουβέντους. Το αγαπημένο παιδί της κερκίδας διαπαράττει το πιο μεγάλο αμάρτημα. Την ύψιστη προδοσία. Οι Ναπολιτάνοι δεν συγχωρούν τέτοιες επιλογές. Είναι σε όλα τους πληθωρικοί. Και στην αγάπη και στο μίσος και το δικό τους παιδί ήταν πια Ιούδας.
Κανείς δεν γνώριζε για πέντε ολόκληρα χρόνια το παρασκήνιο, πίσω από εκείνη την «προδοσία». Μόνο ο ίδιος ο Κουαλιαρέλα, κάποιοι στενοί συγγενείς και ο... Ραφαέλε Πίκολο, ο αστυνομικός της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος, ο «άγγελος» που περίμενε να τον βγάλει από την κόλαση και τελικά τον βύθισε ακόμα πιο βαθιά.
Το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή στο Σαμπντόρια - Κάλιαρι τον Φλεβάρη του 2017 τον απελευθέρωσε. Στάθηκε μπροστά στα media: «Μιλούσαν για σχέση μου με την καμόρα, είπαν ότι είμαι παιδόφιλος, ότι έστηνα παιχνίδια. Όλα ήταν ψέματα, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ζω όλα αυτά, για τόσα χρόνια. Ήταν ένας αστυνομικός, ο οποίος έκανε τη ζωή μου μια πραγματική κόλαση. Δεν εύχομαι σε κανέναν να περάσει όσα πέρασα. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου, ούτε εγώ ούτε η οικογένειά μου. Ευχαριστώ την δικαιοσύνη για την αποκατάσταση της αλήθειας. Με απειλούσαν, φοβόμουν για τη ζωή μου, για την οικογένειά μου, για όλους τους δικούς μου ανθρώπους. Ήταν σοκαριστικά όσα ακούστηκαν μετά τη μεταγραφή μου στη Γικουβέντους», είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Χωρίς να το γνωρίζει σχεδόν κανείς, ο Κουαλιαρέλα ήταν θύμα ενός διώκτη, ο οποίος του έστελνε τακτικά απειλές για τη ζωή του και προσπαθούσε να τον εκβιάσει, κατηγορώντας τον για εγκλήματα που ουδέποτε διέπραξε. Τον βασάνιζε για πάνω από πέντε χρόνια. Ο άνθρωπος που εμπιστεύτηκε για να τον λυτρώσει.
«Ο κόσμος με κατηγόρησε ότι έφυγα από τη Νάπολι για τα χρήματα, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια και πραγματικά ενόχλησε την οικογένειά μου. Οι οπαδοί νοιάζονταν για μένα και ένιωθαν προδομένοι, αλλά δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τον πραγματικό λόγο που έφυγα. Με έβλεπαν να γίνομαι αρχηγός τους, να κερδίζω κάτι με την ομάδα».Αυτή ήταν μια φιλοδοξία, που δεν είχαν μόνο οι οπαδοί, αλλά που και ο ίδιος επιθυμούσε να εκπληρώσει. «Φανταζόμουν τον εαυτό μου ως αρχηγό της Νάπολι- να κερδίζω κάτι μαζί της. Αν δεν είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, είμαι σίγουρος ότι θα έπαιζα ακόμα εκεί τώρα».
Πατρίδα της διαβόητης Καμόρα, η Νάπολη είναι μια πόλη με πολλές σκοτεινές πλευρές. Το οργανωμένο έγκλημα και η διαφθορά αποτελούν μείζονα προβλήματα. Ωστόσο, όλες οι γωνίες της αμβλύνονται όταν από την βιάλε ντι Αουγκούστο αρχίσει να αχνοφαίνεται το Σαν Πάολο πλέον Στάδιο Ντιέγκο Μαραντόνα. Οι ποδοσφαιρόφιλοι της είναι ίσως πιο παθιασμένοι με την ομάδα τους από οποιαδήποτε άλλη στην Ιταλία. Σε αντίθεση με το Μιλάνο, το Τορίνο και τη Ρώμη, η Νάπολη είναι μια πόλη με ένα και μόνο σύλλογο.
Πριν βγουν στη δημοσιότητα οι λεπτομέρειες της δοκιμασίας του, η επιστροφή στη Νάπολη ήταν μια πρόκληση για τον Κουαλιαρέλα. Θα αναγκαζόταν να μεταμφιεστεί, φοβούμενος ότι κάποιος θα αναγνωρίσει τον «προδότη». Όταν οι φίλοι του τον προσκαλούσαν να βγει έξω, έπρεπε να πει όχι. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τους δικούς του ανθρώπους. «Δεν το αξίζουν και δεν το αξίζω ούτε εγώ, οπότε έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου "ελπίζω να έρθει αυτή η μέρα"». Και το τέλος της αναμονής ήρθε...
Ο πατέρας του, Βιτόριο, ήταν αυτός που συνειδητοποίησε ότι οι Αρχές δεν έλαβαν ποτέ τις επίσημες καταγγελίες του, επειδή ο διώκτης τις κρατούσε όλες για τον εαυτό του. Σίγουρος ότι κάτι είχε καταλάβει, ο Βιτόριο πήγε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για να δει με τα ίδια του τα μάτια τα αρχεία καταγραφής των αποδείξεων. Για χρόνια, αυτός και ο γιος του έδιναν στοιχεία στον Πίκολο, ο οποίος τους είχε πει ότι θα τα φρόντιζε όλα. Προς μεγάλη του φρίκη, όταν έφτασε στο αστυνομικό τμήμα του είπαν ότι δεν υπήρχαν τέτοια στοιχεία. Δεν υπήρχε ίχνος από τις μαρτυρίες και τα έγγραφα που είχαν παραδώσει επί χρόνια στον Πίκολο. Δεν υπήρχαν πουθενά.
Η αστυνομία ξεκίνησε τη δική της έρευνα και κατέληξε και αυτή στο συμπέρασμα ότι ο Πίκολο ήταν από την αρχή ο δράστης. Ο πρώην πλέον αστυνομικός καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών και οκτώ μηνών με την κατηγορία του εκβιασμού και της εκβίασης.
«Αυτή είναι η αρχή μιας δεύτερης ζωής για μένα - μιας πιο ευτυχισμένης. Δεν είναι καλό όταν είσαι μακριά από το σπίτι σου και ξέρεις ότι όλα μπορούν να συμβούν επειδή υπάρχουν κακοί άνθρωποι γύρω σου. Είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο να βγαίνεις στο γήπεδο και να διασκεδάζεις τον κόσμο. Προσπάθησα να είμαι επαγγελματίας, αλλά μερικές φορές αυτό παρεισφρέει. Πάντα προσπαθούσα. Πάντα προσπαθούσα να είμαι όσο το δυνατόν πιο επαγγελματίας», είπε τότε σε συνέντευξή του.
Μόλις συνειδητοποίησαν την αλήθεια του εφιάλτη του πρώην γιου τους, οι οπαδοί της Νάπολι γρήγορα ανακάλεσαν όλες τις κατηγορίες. Στο επόμενο παιχνίδι της ομάδας, μετά την αποκάλυψη της είδησης, με αντίπαλο την Κροτόνε σήκωσαν ένα πανό, που έγραφε: «Έζησες την κόλαση με τεράστια αξιοπρέπεια. Θα σε αγκαλιάσουμε ξανά, Φάμπιο, γιε αυτής της πόλης».
Μετά από όλα όσα πέρασε ο Κουαλιαρέλα, αφού είδε το όνειρό του να τελειώνει απότομα, το άκουσμα ότι οι πιστοί της Νάπολι θα ήθελαν να επιστρέψει τον ανάγκασε να ανταποκριθεί. Παρά το γεγονός ότι είναι ικανοποιημένος στη Σαμπντόρια, δήλωσε: «Έχω εκκρεμότητες με τη Νάπολι. Αν μου ζητούσαν να επιστρέψω, θα ήταν υπέροχο. Θα ήταν υπέροχο, θα ήταν φανταστικό ακόμα και αν είχαν μόνο την ιδέα να με πάρουν πίσω. Όταν κοιτάζω πίσω στην καριέρα μου, κοιτάζω πίσω στο διάστημα που ήμουν εκεί και βλέπω μισοτελειωμένες δουλειές. Είναι σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ανοιχτό γκολ και να είσαι έτοιμος να σουτάρεις και μετά κάποιος να σου παίρνει την μπάλα».
Ο Κουαλιαρέλα δεν πραγματοποίησε ποτέ τελικά αυτή την ιερή επιστροφή. Ωστόσο, ο Θεός του ποδοσφαίρου, ή ο Ντιέγκο -ποιος ξέρει; - τα έφερε έτσι που πέρυσι, στην τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος που έφτασε μετά απο 30 χρόνια στη Νάπολι, στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του, οι «Παρτενοπέι» υποδέχτηκαν την Σαμπντόρια, την ομάδα με την οποία βίωσε μια δεύτερη νεότητα.
85.000 ζευγάρια μάτια ήταν στραμμένα πάνω του όταν οι παίκτες των δύο ομάδων βγήκαν για προθέρμανση. Εκείνος τους χειροκρότησε για ώρα. Έστρεψε το βλέμμα στις κερκίδες. «Περήφανο τέκνο της Παρθενόπης, από το χλευαστικό παρελθόν στο ένδοξο παρόν, στη φανέλα μας ο ιδρώτας σου έχει εμποτιστεί. Από το λαό σου, δεν θα ξεχαστείς ποτέ... σε ευχαριστούμε Φάμπιο!». Σίγουρα μπόρεσε να διακρίνει το πανό που κρατούσαν οι οπαδοί της Νάπολι, κι όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ηξέρε ότι τον έχουν αγαπήσει...