Το φαινόμενο παρουσίας ενός αλλοδαπού προπονητή στον πάγκο μίας εθνικής ομάδας και δη παγκόσμιας πρωταθλήτριας, είναι σπάνιο στα ποδοσφαιρικά χρονικά. Ομως, ελλείψει ενός ικανού κι έμπειρου Βραζιλιάνου τεχνικού και μετά από περισσότερες από δύο δεκαετίες χωρίς τίτλο, οι διοικούντες την ομοσπονδία της «χώρας της σάμπας», δείχνουν έτοιμοι γι' αυτο το... βήμα.
Η αναζήτηση ομοσπονδιακού προπονητή, βρίσκεται «στα χέρια» του προέδρου της Βραζιλιάνικης Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (CBF), Εντνάλντο Ροντρίγκες, ο οποίος άνοιξε την πόρτα για την πρόσληψη ενός μη Βραζιλιάνου τεχνικού ως επικεφαλής της «σελεσάο».
«Δεν έχουμε προκαταλήψεις για την εθνικότητα», είπε στις 17 Ιανουαρίου ο Βραζιλιάνος παράγοντας, ανακοινώνοντας ότι η CBF αναζητά στην «αγορά» τον αντικαταστάτη του Τίτε, ο οποίος έλυσε το συμβόλαιο του, αμέσως μετά τον πρόωρο αποκλεισμό στο Μουντιάλ του Κατάρ.
«Θέλουμε έναν αξιοσέβαστο προπονητή που να μπορεί να εκτιμά ένα επίπεδο παιχνιδιού σύμφωνα με τους παίκτες μας. Θέλουμε να κάνουμε αυτό που η Βραζιλία πάντα προσπαθούσε να κάνει. Να είναι πολύ επιθετική», εξήγησε ο Ροντρίγκες.
Κάθε ένας από τους πέντε τίτλους της Βραζιλίας έχει κατακτηθεί με Βραζιλιάνο προπονητή στον πάγκο (1958, 1962, 1970, 1994, 2002), αλλά η έλλειψη «κούπας» για περισσότερα από είκοσι χρόνια και ο αποκλεισμός πέντε διαδοχικές φορές από μία ευρωπαϊκή εθνική ομάδα, αλλάζει τα δεδομένα. Και ειδικά σήμερα, καθώς στους πάγκους της Βραζιλίας δεν ξεχωρίζει κάποιος προπονητής.
«Υπάρχει ποιότητα, αλλά παλαιότερα εκπαιδεύαμε περισσότερους προπονητές από σήμερα. Η νέα γενιά δεν έχει καθιερωθεί ακόμη και δεν κατακτά αρκετούς τίτλους», σχολίασε ο Λουϊς Φελίπε Σκολάρι, ο τελευταίος Βραζιλιάνος προπονητής που κατέκτησε Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2002, με την εθνική Βραζιλίας.
Ακόμη και πριν από την αποχώρηση του Τίτε, ο τοπικός και ο διεθνής Τύπος, ήταν «γεμάτος» από πιθανούς υποψηφίους, αλλά όχι πάντα ελεύθερους. Τους Ισπανούς, Πεπ Γκουαρντιόλα και Λουίς Ενρίκε, τον Ιταλό, Κάρλο Αντσελότι, τον Γάλλο, Ζινεντίν Ζιντάν, τον Πορτογάλο, Ζοζέ Μουρίνιο και τους Αργεντινούς, Μαρσέλο Γκαγιάρντο και Μαουρίσιο Ποτσετίνο.
«Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους, νομίζω ότι είδα τουλάχιστον 26 διαφορετικά ονόματα», επεσήμανε ο Ροντρίγκες, ο οποίος ελπίζει να ανακοινώσει τον νέο ομοσπονδιακό τεχνικό, το αργότερο τον Μάρτιο.
Η πρόσληψη ενός προπονητή παγκόσμιας κλάσης όταν σχεδόν όλοι έχουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις και η Βραζιλία καλείται να αποδεχθεί ότι ένας «γκρίνγκο» θα προπονεί την «σελεσάο», είναι μια πρόκληση. Το 48% των Βραζιλιάνων είναι εναντίον αυτής της προοπτικής, σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο από τον Ινστιτούτο Datafolha.
«Στην Βραζιλία κυκλοφορεί μια ιδέα. Οτι έχουμε το καλύτερο ποδόσφαιρο στον κόσμο, επομένως δεν χρειαζόμαστε έναν ξένο προπονητή να μας λέει πώς να παίζουμε», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Βίκτορ Φίγκολς, ιστορικός και εκδότης της αθλητικής ιστοσελίδας Ludopédio.
Στην Ιστορία της «σελεσάο», που έχει ξεπεράσει τα 100 χρόνια, μόνο τρεις ξένοι ήταν επικεφαλής στην εθνική ομάδα και όλοι για λίγο. Ο Ουρουγουανός, Ραμόν Πλατέρο (1925), ο Πορτογάλος, Ζόρζε Γκόμες ντε Λίμα (1944) και ο Αργεντινός, Φίλπο Νούνιες (1965).
«Στην διάρκεια της Ιστορίας, έχει σχηματισθεί η άποψη, ότι επειδή εκπαιδεύουμε σπουδαίους παίκτες, εκπαιδεύουμε και σπουδαίους προπονητές, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε ο Βίκτορ Φίγκολς.
«Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί το επίπεδο όσων εργάζονται εδώ, είτε προσλαμβάνουμε έναν ξένο είτε έναν Βραζιλιάνο», γράφει ο Βινίσιους Κοέλιο για την καθημερινή εφημερίδα Folha de Sao Paulo.
«Ο Γκουαρντιόλα δεν θα έλθει, προσθέτει ο συγγραφέας του βιβλίου «The Brazilian School of Football» και καταλήγει: «Σε λίγα χρόνια θα δημιουργήσουμε τον δικό μας Πεπ Γκουαρντιόλα, όπως κάναμε με τους Ζάγκαλο και Τέλε Σαντάνα στην εποχή τους».