Το ντέρμπι στο «Αντώνης Παπαδόπουλος» αποδείχθηκε -εκ του αποτελέσματος- η ιδανική αντίδραση στην πρώτη ήττα της σεζόν, όμως πολύ εύκολα θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε κάζο για τον Άρη.
Σε παιχνίδι, στο οποίο προηγείσαι με το «καλησπέρα» 2-0 και ο αντίπαλος παίζει μετά τον τραυματισμό του Καστέλ χωρίς το βασικό επιθετικό του δίδυμο (Γκερέρο ο άλλος), δεν επιτρέπεται ως πρωταθλητής να επιτρέπεις στον αντίπαλο να διεκδικεί -ήδη από το 64ο λεπτό- την ανατροπή και τη νίκη.
Αν δεν γινόταν άμεσα το 3-2 (και δη με αυτογκόλ), οι τρεις βαθμοί δεν ήταν διόλου σίγουρο ότι θα κατέληγαν στο σακούλι της «ελαφράς ταξιαρχίας», η οποία δέχτηκε γκολ για έκτο συναπτό παιχνίδι σε όλες τις διοργανώσεις και πλέον μετρά μόλις τρεις ανέπαφες εστίες σε 16 αναμετρήσεις από την αρχή της σεζόν.
Ξέχασε να αμύνεται, όπως το έκανε στα πλέι οφ της περασμένης περιόδου, ο πρωταθλητής; Προφανώς και όχι, όμως η λειψανδρία σε στόπερ δεν μεταφράζεται (και δεν κοστίζει) μόνο σε αναγκαστικό ροτέισον και πειραματισμούς στο κέντρο της άμυνας.
Μεταφράζεται και κοστίζει επίσης σε έλλειψη συναγωνισμού στις προπονήσεις για μια θέση στην ενδεκάδα. Ο παίκτης, που γνωρίζει πως ελλείψει εναλλακτικών έχει καπαρωμένη φανέλα βασικού, δύσκολα θα φτάσει και θα ξεπεράσει τα όριά του, εάν δεν είναι υπέρμετρα φιλόδοξος και επαγγελματίας.
Αλλά δεν είναι μόνον η πτυχή του χαρακτήρα και της νοοτροπίας. Εν τη απουσία άλλων λύσεων στη θέση του ο (όποιος) παίκτης χάνει το δικαίωμα στο ντεφορμάρισμα, στην κακή βραδιά ή στην τιμωρία.
Κατ’ επιλογή ή κατ’ ανάγκη ο Άρης θα πορευτεί έως τον Ιανουάριο με αυτή τη λειψανδρία και τα εξ αυτής συνεπαγόμενα ρίσκα. Μέχρι τότε έχει μια διπλή υποχρέωση: εντός αγωνιστικού χώρου τον περιορισμό των ζημιών, εκτός αυτού την έγκαιρη εύρεση ενός κεντρικού αμυντικού που θα είναι διαθέσιμος και ετοιμοπόλεμος ήδη από την 1η Ιανουαρίου.